- πασιφισμός
- (από το λατινικό pax, ειρήνη). Σύνολο πολιτικών θεωριών και κινημάτων που, πιστεύοντας ότι η σταθερή ειρήνη είναι σκοπός θεμελιώδους σημασίας για την ανθρωπότητα, επιδιώκουν τη θεωρητική επεξεργασία και την πρακτική εφαρμογή των μέσων που θεωρούνται κατάλληλα για την πραγματοποίηση του σκοπού αυτού. Η πραγματοποίηση αυτή συνεπάγεται –σε τελευταία ανάλυση– τη δημιουργία μιας παγκόσμιας ομοσπονδίας. Ένα πασιφιστικό κίνημα πρωτοεκδηλώθηκε στην Αμερική με τη New York Peace Society (1815) και την American Peace Society (1828). Ο πολλαπλασιασμός ανάλογων κινήσεων οδήγησε στο πρώτο διεθνές συνέδριο για την ειρήνη (Βρυξέλλες, 1848), το οποίο ακουλούθησαν και άλλα. Το 1899 ιδρύθηκε στη Ρώμη ένα «Μόνιμο διεθνές γραφείο ειρήνης» (Bureau international permanent de la Paix), ενώ το 1907 άρχισε να ισχύει μια σύμβαση για τον ειρηνικό διακανονισμό των διεθνών διαφορών, η οποία είχε καταστρωθεί στη Χάγη το 1899 και είχε υπογραφεί από πολλές κυβερνήσεις.
H Κοινωνία των Εθνών, που ιδρύθηκε μετά τον A’ Παγκόσμιο πόλεμο, και ο Οργανισμός των Ηνωμένων Εθνών, που συγκροτήθηκε ύστερα από τον B’ Παγκόσμιο πόλεμο, υπήρξαν απόπειρες δημιουργίας μόνιμων διεθνών οργανισμών για την εξασφάλιση της ειρήνης. Παρ’ όλα αυτά, όπως οι προηγούμενες προσπάθειες δεν πέτυχαν το σκοπό τους, έτσι είναι φανερό πως και ο OHE –όμοια με την Κοινωνία των Εθνών– αν και πρόσφερε μεγάλες υπηρεσίες στη διευκόλυνση των διπλωματικών σχέσεων και έδωσε κάποια βαρύτητα στις μικρές χώρες, δεν μπορεί να είναι πάντοτε σε θέση να προστατεύσει αποτελεσματικά την παγκόσμια ειρήνη, αφού δε διαθέτει δύναμη ανώτερη από τη δύναμη των κρατών.
* * *οη αντίθεση στον πόλεμο και στη βία ως μέσων διευθέτησης τών διεθνών διαφορών, αλλ. ειρηνισμός.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. pacifisme < ρ. pacifier < λατ. pacificus (< pax, pacis «ειρήνη» + facio «κάνω, πράττω») + -ισμός*].
Dictionary of Greek. 2013.